- σαρκοφόρος
- -ον, Ααυτός που είναι περιβεβλημένος με σάρκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φόρος* (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Преображение Господне — Статья о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Яблочный Спас Преображение Господне Преображение Господне (Икона … Википедия
плотоносец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σαρκοφόρος) имеющий, или облеченный в плоть (Ию. 27 п. 5, Б.) … Словарь церковнославянского языка
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σαρκοφορώ — έω, Α [σαρκοφόρος] έχω σαρκική, σωματική υπόσταση … Dictionary of Greek
ՄԱՐՄՆԱԶԳԱԾ — (ի, ից.) NBH 2 0226 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. ՄԱՐՄՆԱԶԳԱԾ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵԱՑ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՍՏ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՑԻԿ. σαρκοφόρος, σαρκα φόρων carne vestitus, carnem gestans, carniferus. Որ զգեցեալ է զմարմին որպէս ʼի բնէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՐՄՆԱԶԳԵԱՑ — (ի, ից.) NBH 2 0226 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. ՄԱՐՄՆԱԶԳԱԾ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵԱՑ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՍՏ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՑԻԿ. σαρκοφόρος, σαρκα φόρων carne vestitus, carnem gestans, carniferus. Որ զգեցեալ է զմարմին որպէս ʼի բնէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՍՏ — (ի, ից.) NBH 2 0226 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. ՄԱՐՄՆԱԶԳԱԾ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵԱՑ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՍՏ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՑԻԿ. σαρκοφόρος, σαρκα φόρων carne vestitus, carnem gestans, carniferus. Որ զգեցեալ է զմարմին որպէս ʼի բնէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՑԻԿ — ( ) NBH 2 0226 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. ՄԱՐՄՆԱԶԳԱԾ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵԱՑ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՍՏ ՄԱՐՄՆԱԶԳԵՑԻԿ. σαρκοφόρος, σαρκα φόρων carne vestitus, carnem gestans, carniferus. Որ զգեցեալ է զմարմին որպէս ʼի բնէ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)